ὑποχώρημα

ὑποχώρημα
ὑποχώρ-ημα, ατος, τό,
A downward evacuation, Hp.Aph.7.68 (pl.), Thphr.Char.20.6 (pl.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑποχώρημα — downward evacuation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποχώρημα — ήματος, τὸ, Α [ὑποχωρῶ] περίττωμα …   Dictionary of Greek

  • ὑποχωρημάτων — ὑποχώρημα downward evacuation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχωρήμασι — ὑποχώρημα downward evacuation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχωρήμασιν — ὑποχώρημα downward evacuation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχωρήματα — ὑποχώρημα downward evacuation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποχωρώ — ὑποχωρῶ, έω, ΝΜΑ [χωρῶ] αποσύρομαι προς τα πίσω, οπισθοδρομώ, οπισθοχωρώ («ὡς εἶδον τὰς τῶν Πελοποννησίων ναῡς προσπλεούσας, ὑπεχώρησαν ἐς τὴν Σάμον», Θουκ.) νεοελλ. 1. υφίσταμαι καθίζηση ή πτώση («το έδαφος υποχώρησε κάτω από τα πόδια τους») 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”